- μεσονυχτίς
- επίρρ. κατά τη διάρκεια τού μεσονυκτίου, κατά τα μεσάνυχτα («μη δεν πετούσε αληθινά μεσονυχτίς σιμά του το φτερωτό σου τ' όνειρο», Γρυπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόνυχτο + επιρρμ. κατάλ. -ίς* (πρβλ. αποβραδ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσονυχτίς — τα μεσάνυχτα: Ήρθε μεσονυχτίς για να μου μιλήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίς — (Μ ίς) κατάλ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία εμφανίζεται σε επιρρ., κυρίως χρονικά.Παραδείγματα λ. σε ίς είναι: αποβραδίς, αποκαινουργίς, αποσπερίς, κοντοβραδίς, κοντολογίς, μεσονυχτίς, μεσοχρονίς, μονομερίς, μονοστιγμίς, μονοχρονίς,… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek